suspeito - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

suspeito - translation to ρωσικά


suspeito         
подозрительный, выбывающий подозрение, сомнительный
подозрение      
suspeita (f) ; (недоверие) desconfiança (f)
сомнение      
dúvida (f) ; (подозрение) suspeita (f)

Ορισμός

Suspeito
adj.
Que infunde suspeitas.
Duvidoso.
Que dá cuidados.
De cuja existência ou de cuja verdade se duvída.
Que parece têr defeito.
Que não inspira confiança: "um vizinho suspeito".
(Lat. "suspectus")

Βικιπαίδεια

Suspeito

O nome suspeito, no contexto do Direito, designa uma pessoa relativamente à qual existam indícios, não muito fortes, que revelem sua proximidade com um crime que cometeu, participou, ou prepara-se para participar.

Quando os indícios são suficientes para formular uma acusação o suspeito é constituido arguido embora considerado inocente dos fatos da acusação até ser condenado ou confirmada a sua inocência.